κοκαλώνω

κοκαλώνω
κοκαλώνω, κοκάλωσα, κοκαλωμένος βλ. πίν. 3

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κοκαλώνω — και κοκκαλώνω [κόκαλο] 1. κοκαλιάζω 2. μένω εκστατικός και άναυδος («μόλις άκουσε τα αναπάντεχα νέα, κοκάλωσε») …   Dictionary of Greek

  • κοκαλώνω — κοκάλωσα, κοκαλωμένος 1. κοκαλιάζω. 2. μένω άναυδος, μένω με το στόμα ανοιχτό: Μόλις το άκουσε, κοκάλωσε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκάλωμα — και κοκκάλωμα, το [κοκαλώνω] 1. κοκάλιασμα* 2. το να μένει κάποιος άναυδος, εκστατικός, εμβρόντητος …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… …   Dictionary of Greek

  • μαρμαρώνω — (AM μαρμαρῶ, όω, Μ και μαρμαρώνω [μάρμαρος] 1. καλύπτω ή επενδύω ή επιστρώνω ή περιβάλλω κάτι με μάρμαρο («μαρμάρωσα το λουτρό») 2. μεταβάλλω κάτι σε μάρμαρο, απολιθώνω, πετρώνω («η μάγισσα μαρμάρωσε το βασιλόπουλο») νεοελλ. 1. μτφ. μένω άναυδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”